-
1 αφαρπαζω
1) срывать, сдергивать(κόρυθα κρατός Hom.; ἄνθος Soph.; τὸν στέφανον Dem.; τέν χλαμύδα Plut.)
2) сдирать(φλοῖον τοῦ ξύλου Xen.)
3) хватать, похищать(τοὺς φθοῖς ἀπὸ τῆς τραπέζης Arph.; τὰ φορτία Plut.)
4) убирать прочь, уносить(οἰνηρὰ τεύχη Eur.)